ὑπαρκτός — subsisting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαρκτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να έχει ύπαρξη: Η ζωή σε άλλους πλανήτες είναι υπαρκτή. 2. αυτός που υπάρχει, που υφίσταται: Ο Σωκράτης ήταν υπαρκτό πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπαρκτά — ὑπαρκτός subsisting neut nom/voc/acc pl ὑπαρκτά̱ , ὑπαρκτός subsisting fem nom/voc/acc dual ὑπαρκτά̱ , ὑπαρκτός subsisting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτῶν — ὑπαρκτός subsisting fem gen pl ὑπαρκτός subsisting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτόν — ὑπαρκτός subsisting masc acc sg ὑπαρκτός subsisting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτούς — ὑπαρκτός subsisting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτή — ὑπαρκτός subsisting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτήν — ὑπαρκτός subsisting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτῷ — ὑπαρκτός subsisting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενυπόστατος — η, ο (Μ ἐνυπόστατος, ον) αυτός που ενυπάρχει, που έχει υπόσταση, ύπαρξη, πραγματικός, υπαρκτός («ενυπόστατη κατηγορία»). επίρρ... ἐνυποστάτως 1. προσωπικά, ως πρόσωπο 2. πραγματικά, ουσιαστικά, αληθινά … Dictionary of Greek